ζέρβιος

ζέρβιος
-ια, -ιο [ζερβός]
αριστερός.
επίρρ...
ζέρβια και ζερβιά και ζερβά
1. αριστερά, προς τα αριστερά
2. ανάποδα, αντίξοα, ενάντια, «κόντρα» («και ο φθόνος τού στέκει ζερβιά», Σολωμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”